Art talk with Christina Androulidaki

2025-11-13
Χριστίνα Ανδρουλιδάκη © Μαρία Μαρκέζη
Χριστίνα Ανδρουλιδάκη © Μαρία Μαρκέζη


Κυρία Ανδρουλιδάκη, σας ευχαριστώ θερμά που δεχτήκατε να συζητήσουμε με αφορμή τη νέα μου στήλη. Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου, αφενός γιατί είστε μια προσωπικότητα με καθαρή ματιά, εμπειρία και διακριτή παρουσία στον χώρο μας, και αφετέρου διότι είστε η πρώτη που ανταποκριθήκατε στην πρόσκλησή μου, στηρίζοντας έτσι το νέο μου εγχείρημα. Σας καλωσορίζω εγκάρδια.

Πριν αρχίσουμε, θα ήθελα να μοιραστώ ορισμένα στοιχεία σχετικά με τη νέα μου στήλη, ώστε το κοινό να έχει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τον σκοπό της. Μέσα από κάθε συζήτηση, στόχος μου είναι ο αναγνώστης να αποκτά μια ουσιαστική αντίληψη για την ελληνική καλλιτεχνική σκηνή και τη λειτουργία της αγοράς της τέχνης. Φιλοδοξώ η στήλη αυτή να εξελιχθεί, με τον καιρό, όχι μόνο σε έναν τόπο γνώσης και δημιουργικού διαλόγου, αλλά και σε ένα πολύτιμο αρχείο σκέψεων, εμπειριών και αφηγήσεων από ανθρώπους με ενεργή και εμπνευσμένη παρουσία στον χώρο. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

Την άνοιξη του 2024 μεταφέρατε τον παλιό σας χώρο σε μια νέα περιοχή. Πλέον διαθέτετε μια γκαλερί με περισσότερα τετραγωγικά μέτρα που ανοίγεται σε νέες ευκαιρίες και δυνατότητες. Είμαι σίγουρος ότι αυτή η απόφαση ήταν απόρροια του όραματός σας. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι' αυτό.

Η μεταφορά της γκαλερί ήταν μια φυσική εξέλιξη, σχεδόν οργανική. Ύστερα από δέκα χρόνια στο Κολωνάκι, ένιωσα πως είχε ολοκληρωθεί ένας κύκλος και ότι ήρθε η στιγμή να ανοίξει ένας νέος. Ο χώρος στην οδό Χαλκοκονδύλη, στο κέντρο της Αθήνας, μου έδωσε τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσω τι σημαίνει σήμερα μια γκαλερί και πώς μπορεί να συνδιαλέγεται με το περιβάλλον της. Είναι ένας χώρος πιο ανοιχτός, πιο ευέλικτος, με διαφορετική ενέργεια —επιτρέπει μεγαλύτερα έργα, εγκαταστάσεις και δράσεις, αλλά και μια πιο άμεση σχέση με το κοινό της πόλης.

Για μένα, αυτή η αλλαγή δεν ήταν απλώς ζήτημα τετραγωνικών μέτρων· ήταν μια δήλωση για το πού θέλω να κατευθυνθεί η CAN τα επόμενα χρόνια: προς μια πιο ζωντανή και διεθνή πλατφόρμα στο κέντρο της πόλης και μάλιστα σε μία περιοχή που συνεχώς αλλάζει.


Τι σημαίνει να διευθύνει κανείς μια γκαλερί στην Ελλάδα του σήμερα; Υπάρχει κάτι ξεχωριστό στην ενέργεια αυτού του τόπου;

Το να διευθύνεις μια γκαλερί στην Ελλάδα σήμερα σημαίνει να λειτουργείς μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο αντιθέσεις —περιορισμένους πόρους αλλά απίστευτη δημιουργική ενέργεια, δυσκολίες αλλά και μεγάλη ελευθερία κινήσεων. Αυτή η αντίφαση είναι, νομίζω, και η δύναμή μας. Η Ελλάδα δεν είναι εύκολος τόπος για να δείχνεις τέχνη, όμως το γεγονός ότι μάθαμε για πολλά χρόνια να λειτουργούμε εκτός θεσμών, να δημιουργούμε τις δικές μας δομές και τρόπους, είναι ακριβώς αυτό που μας κρατά ζωντανούς και ευέλικτους.


Θεωρείτε ότι το ελληνικό κοινό διαθέτει διαφορετικά αισθητικά κριτήρια ή ρυθμό σε σύγκριση με το διεθνές; Πώς αυτό επηρεάζει τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των συλλεκτών και των γκαλερί;

Νομίζω ότι το ελληνικό κοινό έχει τον δικό του ρυθμό και τρόπο προσέγγισης της τέχνης. Ζούμε σε έναν τόπο με έντονη οπτική κουλτούρα, αλλά με περιορισμένη παιδεία στη σύγχρονη τέχνη. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση με το έργο χτίζεται πιο αργά, πιο βιωματικά —συχνά μέσα από προσωπικές συναντήσεις, συζητήσεις, ή απλώς μέσα από τον χρόνο. Σε διεθνές επίπεδο, το ενδιαφέρον είναι πιο άμεσο και συχνά καθοδηγείται από θεσμούς, δίκτυα ή τάσεις της αγοράς. Στην Ελλάδα, αντίθετα, υπάρχει κάτι πιο προσωπικό, σχεδόν ενστικτώδες στη διαδικασία. Οι συλλέκτες που δραστηριοποιούνται εδώ συνήθως αγοράζουν έργα επειδή τους αγγίζουν βαθύτερα, όχι επειδή «πρέπει». Αυτή η διαφορετική ταχύτητα και ευαισθησία, αν και κάνει την αγορά πιο αργή, την καθιστά πιο ειλικρινή και ουσιαστική.


Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στον ρόλο της γκαλερί ως πολιτιστικού θεσμού και στις απαιτήσεις της αγοράς τέχνης;

Αυτό είναι ίσως το πιο δύσκολο και πιο ουσιαστικό σημείο στη λειτουργία μιας γκαλερί. Για μένα, οι δύο ρόλοι είναι ένας. Δείχνω μόνο πράγματα που μου αρέσουν πραγματικά, έργα και καλλιτέχνες που θεωρώ σημαντικούς. Αν ένα έργο δεν με συγκινεί, δεν θα το εκθέσω ούτε και θα το προτείνω —κι αυτό είναι, νομίζω, ο μόνος τρόπος να διατηρείς μια καθαρή γραμμή. Η εμπορική διάσταση είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίζεται αυτός ο διάλογος —για να μπορώ να στηρίζω τους καλλιτέχνες και να δημιουργώ πλαίσια για νέες ιδέες. Όμως η αφετηρία είναι πάντα η πίστη στο έργο, όχι η αγορά του.


Πολλοί καλλιτέχνες διστάζουν να προσεγγίσουν μια γκαλερί με κύρος —είτε επειδή νιώθουν ότι η δουλειά τους δεν είναι ακόμη «έτοιμη», είτε γιατί πιστεύουν πως ορισμένοι χώροι παραμένουν απρόσιτοι ή δεν δίνουν ευκαιρίες σε νέα πρόσωπα. Τι θα λέγατε σε αυτούς τους καλλιτέχνες; Πώς θα τους συμβουλεύατε να κινηθούν;

Πιστεύω ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι πρωτίστως στο στούντιο — στη δουλειά του. Εκεί βρίσκεται όλη η ουσία. Δεν θεωρώ ότι πρέπει να προσπαθεί να πλησιάζει γκαλερί ή να αγωνιά για το πώς θα «μπει» στην αγορά. Το πιο σημαντικό είναι να είναι παρών στη σκηνή, να συμμετέχει, να μοιράζεται τη δουλειά του μέσα από open studios, ομαδικές εκθέσεις, ή συνεργασίες με επιμελητές — όχι να επιδιώκει άμεσα τη σχέση με μια γκαλερί. Αν η δουλειά είναι εκεί, αν υπάρχει συνέπεια, περιεχόμενο και ένα σωστά δομημένο portfolio, η γκαλερί θα τον βρει. Πάντα. Οι πιο ουσιαστικές συνεργασίες ξεκινούν όταν η δουλειά "μιλάει" από μόνη της, όχι όταν κάποιος προσπαθεί να την προωθήσει.


Πολλοί νέοι ονειρεύονται να δημιουργήσουν τον δικό τους πολιτιστικό χώρο ή να ακολουθήσουν το επάγγελμα του επιμελητή. Ποια βασικά βήματα θα τους προτείνατε, ώστε να θέσουν γερές βάσεις και να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας τους;

Θα τους έλεγα να ξεκινήσουν από την περιέργεια και την επιμονή, όχι από την επιθυμία της "επιτυχίας". Το πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουν βαθιά το πεδίο —να βλέπουν εκθέσεις, να διαβάζουν, να ταξιδεύουν, να παρακολουθούν τι συμβαίνει γύρω τους. Ένας πολιτιστικός χώρος ή μια επιμελητική πρακτική δεν χτίζεται πάνω σε ιδέες μόνο, αλλά σε ευαισθησία και πραγματικό ενδιαφέρον για τον χώρο. Να βρουν τη φωνή τους, να πειραματιστούν χωρίς φόβο, να ξεκινήσουν μικρά —ακόμη και προσωρινά projects, στα ατελιέ τους ή σε pop-up χώρους. Η Αθήνα ειδικά είναι ένα πεδίο ανοιχτό, γεμάτο δυνατότητες, τα υπόλοιπα έρχονται με τον χρόνο.


Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που θα έχει να αντιμετωπίσει ο χώρος μας τα επόμενα χρόνια;

Η μεγαλύτερη πρόκληση, νομίζω, θα είναι να διατηρήσουμε το νόημα μέσα σε έναν κόσμο που κινείται όλο και πιο γρήγορα και πιο επιφανειακά. Να μην χαθεί η ουσία πίσω από την εικόνα, την υπερπληροφόρηση και τον μηχανισμό της προβολής. Για τις γκαλερί, η πρόκληση είναι να συνεχίσουμε να λειτουργούμε ως χώροι πραγματικής ανταλλαγής, όχι απλώς προβολής. Να μπορούμε να στηρίζουμε τους καλλιτέχνες και να προσφέρουμε στο κοινό και στους συλλέκτες τον χώρο και το πλαίσιο για σκέψη. Πάνω απ' όλα να προστατέψουμε την εσωτερικότητα, τις ιδέες και το πνεύμα μας μέσα σε ένα περιβάλλον που συχνά τα αποδυναμώνει.


Η αντοχή και η συνέπεια θα είναι, νομίζω, οι πιο πολύτιμες αξίες των επόμενων χρόνων.

Ναι —και ίσως και η σιωπή. Αυτή που σου επιτρέπει να προχωράς χωρίς να χρειάζεται να εξηγείς.


Αν μπορούσατε να καλέσετε οποιονδήποτε –εν ζωή ή μη– να εκθέσει αύριο στον χώρο σας, ποιον θα διαλέγατε και γιατί;

Θα καλούσα τον Kader Attia. Γιατί μέσα από το έργο του μιλά για την επανόρθωση —όχι μόνο των αντικειμένων, αλλά και των τραυμάτων, των κοινωνιών, των τρόπων που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας. Η σκέψη του συνδυάζει πολιτική, ποίηση και ανθρωπιά με τρόπο που θεωρώ απολύτως αναγκαίο σήμερα.

Θα ήθελα να δω πώς θα αντηχούσε η δουλειά του μέσα στην Αθήνα· σε μια πόλη όπου η έννοια της "επανόρθωσης" παραμένει κάτι βαθιά επίκαιρο.


Τι θα θέλατε να αφήσει πίσω του το έργο σας —ως χώρος, ως στάση, ως αποτύπωμα;

Θα ήθελα ο χώρος να αφήσει πίσω του μια αίσθηση αλήθειας· ότι λειτούργησε με φροντίδα. Να θυμίζει ότι μια γκαλερί μπορεί να είναι κάτι περισσότερα από ένα πράγμα· μπορεί να είναι τόπος σκέψης, ανταλλαγής και σχέσεων που αντέχουν στον χρόνο.



Roger Ballen | Spirits and Spaces 

Duration: Nov 8 2025 – Jan 24 2026